ιήτειρα

ιήτειρα
ἰήτειρα, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. ιάτερα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιατήρ — ἰατήρ, επικ. τ. ἰητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ἰάτειρα, Α και ιων. τ. ἰήτειρα (Α) 1. ο γιατρός 2. θεραπευτής («ἰητῆρα κακῶν», Ομ. Οδ.) 3. σωτήρας, λυτρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι ο τ. ιατήρ μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή ijate] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”